γεφυρώσῃ — γεφυρώσηι , γεφύρωσις furnishing with a causeway fem dat sg (epic) γεφῡρώσῃ , γεφυρόω dam up aor subj mid 2nd sg γεφῡρώσῃ , γεφυρόω dam up aor subj act 3rd sg γεφῡρώσῃ , γεφυρόω dam up fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κυρώσῃ — κῡρώσηι , κύρωσις ratification fem dat sg (epic) κῡρώσῃ , κυρόω confirm aor subj mid 2nd sg κῡρώσῃ , κυρόω confirm aor subj act 3rd sg κῡρώσῃ , κυρόω confirm fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικυρώσῃ — ἐπικυρώσηι , ἐπικύρωσις ratification fem dat sg (epic) ἐπικυρόω confirm aor subj mid 2nd sg ἐπικυρόω confirm aor subj act 3rd sg ἐπικυρόω confirm fut ind mid 2nd sg ἐπικῡρώσῃ , ἐπικυρόω confirm aor subj mid 2nd sg ἐπικῡρώσῃ , ἐπικυρόω confirm… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Παλαιοκαθολικός — Καθολικός χριστιανός που δεν αναγνωρίζει το αναμάρτητο (αλάθητο) του πάπα. Οι αποφάσεις στη Σύνοδο του Βατικανού (1869) για το αλάθητο του πάπα, προκάλεσαν μεγάλη αντίδραση στη Γερμανία όπου, το 1873, ιδρύθηκε η Εκκλησία των Παλαιοκαθολικών. Η… … Dictionary of Greek
θεανθρωπότης — θεανθρωπότης, ἡ (Μ) η ιδιότητα τού θεανθρώπου. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεάνθρωπος. Η λ. μαρτυρείται από το 1868 στον Ζήκο Ρώση] … Dictionary of Greek
τελετουργικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην τελετουργία 2. το θηλ. ως ουσ. η τελετουργική εκκλ. η επιστήμη η οποία ασχολείται με τις εκκλησιαστικές ιερές τελετές από πρακτικής και τεχνικής άποψης και η οποία είναι πολύ στενά συνδεδεμένη με τη… … Dictionary of Greek